Η διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ευέλικτη εκούσια διαδικασία, εκτός Δικαστηρίου, κατά την οποία ένα ανεξάρτητο άτομο, ο διαμεσολαβητής, παρέχει ενεργά την βοήθεια του στα διαφωνούντα μέρη έτσι ώστε να εργαστούν με σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας για σκοπούς επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς.

I. Νομοθετικό πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης στην Κύπρο

Παρά το γεγονός ότι η δικαστική οδός αποτελεί το πλέον διαδεδομένο μέσο επίλυσης διαφορών στην Κύπρο, τόσο με τη θέσπιση του περί Ορισμένων Θεμάτων Διαμεσολάβησης σε Αστικές Διαφορές Νόμου του 2012 (Ν. 159(Ι)/2012), εντός του πεδίου εφαρμογής του οποίου εμπίπτει κάθε αστικής φύσεως διαφορά, συμπεριλαμβανομένων και των εργατικών διαφορών, όσο και με την πρόσφατη θέσπιση του περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμου του 2019 (Ν.62(Ι)/2019) αναφορικά με οικογενειακές διαφορές, η διαδικασία της διαμεσολάβηση αποτελεί πλέον καλά εδραιωμένο μέσο επίλυσης διαφορών το οποίο είναι στη διάθεση των διαφωνούντων μερών.

II. Πλεονεκτήματα διαδικασίας Διαμεσολάβησης

  1. Ευελιξία & ταχύτητα διαδικασίας

Η δικαστική οδός, ως μέσο επίλυσης διαφορών, είναι ευρέως γνωστό ότι αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία η οποία διέπεται από αυστηρούς δικονομικούς κανόνες και κανόνες απόδειξης, τους οποίους τα μέρη θα πρέπει ν' ακολουθήσουν πιστά. Αντιθέτως, η διαδικασία της διαμεσολάβησης χαρακτηρίζεται από ευελιξία καθ' ότι αυτή δεν περιορίζεται από δικονομικούς κανόνες ενώ ο τρόπος διεξαγωγής της εναπόκειται αποκλειστικά στα μέρη, τα οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως ή μαζί με τη συνοδεία του δικηγόρου τους, πάντα με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή και εντός των πλαισίων εξυπηρέτησης των σκοπών της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Ως εκ τούτου, η διαδικασία της διαμεσολάβησης αποτελεί ένα γρήγορο μέσο επίλυσης διαφορών, καθ' ότι αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός μερικών ημερών ή εβδομάδων από την ημέρα κατά την οποία τα μέρη αποφασίζουν να επιλέξουν την εν λόγω διαδικασία.

  1. Μειωμένο κόστος

Παρ' όλο που το ζήτημα των εξόδων σε μια δικαστική διαδικασία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ως γενικός κανόνας ο οποίος ισχύει στις πλείστες περιπτώσεις είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ήτοι το χαμένο μέρος καλείται να καλύψει όχι μόνο τα δικά του έξοδα αλλά και τα έξοδα της άλλης πλευράς. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης αποτελεί μια διαδικασία όπου το κόστος αναμένεται να είναι μειωμένο ενώ τα μέρη δύναται να καθορίσουν πριν την έναρξη αυτής, ήτοι κατά την υπογραφή της συμφωνίας έναρξης της διαμεσολάβησης, οποιαδήποτε πρόνοια ως προς τον τρόπο καταβολής των σχετικών εξόδων.

  1. Εμπιστευτικότητα

Σε αντίθεση με τη δημόσια διεξαγωγή μιας δικαστικής διαδικασίας, η διαδικασία διαμεσολάβησης πραγματοποιείται σε συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο καθορίζει ο διαμεσολαβητής, αφού πρώτα διαβουλευτεί με τα μέρη, ενώ αυτή διέπεται από εμπιστευτικότητα, η οποία δεσμεύει οποιονδήποτε λαμβάνει μέρος σ' αυτή. Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής δύναται να διεξάγει χωριστές συναντήσεις με έκαστο από τα διαφωνούντα μέρη ενώ οποιαδήποτε πληροφορία γνωστοποιηθεί σ' αυτών κατά τις κατ' ιδίαν συναντήσεις είναι εμπιστευτική και δεν κοινοποιείται στο άλλο μέρος χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του μέρους από το οποίο λήφθηκε η πληροφορία. Ως εκ τούτου, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε περιπτώσεις όπου η διάρρευση οποιασδήποτε πληροφορίας στα πλαίσια μιας δικαστικής διαδικασίας δύναται να προκαλέσει βλάβη ή να επηρεάσει δυσμενώς τη φήμη και υπόληψη των μερών ή ακόμα ν' αποκαλύψει οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία εμπορικού χαρακτήρα. Είναι υψίστης σημασίας ν' αναφερθεί επίσης στο σημείο αυτό ότι οποιαδήποτε δήλωση γίνεται ενώπιον διαμεσολαβητή στα πλαίσια της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δεν είναι δεκτή ως μαρτυρία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ενώπιον Δικαστηρίου.

  1. Εκούσιος χαρακτήρας

Τα μέρη δύναται να προσφύγουν στη διαδικασία διαμεσολάβησης είτε κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας είτε μετά από σύσταση Δικαστηρίου, όταν αυτό ζητείται είτε μέσω κοινού αιτήματος είτε αιτήματος ενός εκ των διαδίκων και συγκατάθεσης του άλλου. Παρά την υπογραφή της συμφωνίας υπαγωγής στη διαμεσολάβηση, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της διαδικασίας, οτιδήποτε ειπώθηκε και/ή εισηγήθηκε μεταξύ των μερών δεν είναι δεσμευτικό μέχρι και την υπογραφή της τελικής συμφωνίας ενώ, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, τα μέρη δύναται να την τερματίσουν ή οποιοδήποτε εκ των μερών δύναται ν' ανακαλέσει την συναίνεση του και ν' αποχωρήσει από αυτή.

  1. Αποκατάσταση και/ή διεύρυνση σχέσεων μερών.

Μακριά από την ψυχοφθόρα διαδικασία των Δικαστηρίων, στόχος ενός διαμεσολαβητή, μέσω της διαδικασίας διαμεσολάβησης, είναι τα μέρη να εντοπίσουν τα πραγματικά αίτια πίσω από την μεταξύ τους διαφορά, εστιάζοντας στα συμφέροντα τους, με στόχο την επίτευξη μιας λύσης η οποία δύναται να ικανοποιήσει και τα δύο μέρη, ν' αποκαταστήσει ή ακόμα και να διευρύνει τις σχέσεις τους. Παρ' όλα ταύτα, το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαμεσολάβησης καθορίζεται πάντα από την πρόθεση και το πνεύμα συνεργασίας των μερών, ήτοι εξαρτάται από το κατά πόσο αυτά προσέρχονται στη διαδικασία έχοντας ως κίνητρο την εξεύρεση μιας λύσης ή τη σύγκρουση και ανταγωνισμό με το άλλο μέρος.

ΙΙΙ. ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ συμφωνιασ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Συμφωνία Συμβιβασμού η οποία έχει επιτευχθεί μεταξύ των μερών ως αποτέλεσμα της διαδικασίας διαμεσολάβησης δύναται, κατόπιν Αίτησης στο αρμόδιο Δικαστήριο είτε από κοινού είτε μόνο από ένα εκ των μερών, σε περίπτωση που η εν λόγω Συμφωνία παρέχει σχετική ρήτρα, να κηρυχθεί ως εκτελεστή κατά τον ίδιο τρόπο ως σαν να ήταν απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.