Διατροφή ανήλικων τέκνων και αυτόματη αύξηση 10% επιδικασθείσας διατροφής κάθε 2 χρόνια

Σύμφωνα με τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο (Ν. 216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού και ανάλογα με τις δυνάμεις τους ο καθένας. Συνάγεται, επομένως, ότι μόνο οι γονείς υποχρεούνται εκ του νόμου να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους. Ενίοτε και επικουρικά, ωστόσο, ενδέχεται και το κράτος να συνεισφέρει, αλλά κανένα άλλο πρόσωπο δεν έχει νομική υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή του ανήλικου τέκνου.

Το ύψος της διατροφής προσδιορίζεται, με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, αλλά και με βάση την οικονομική δυνατότητα κάθε γονέα. Η δε διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του τέκνου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του. Το Δικαστήριο μπορεί με αίτηση συνήθως του γονέα, που έχει την επιμέλεια του παιδιού ή με τον οποίο διαμένει το παιδί, ή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ευημερίας να ρυθμίσει το ζήτημα της διατροφής.

Το 2008, ο νομοθέτης επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στον εν λόγω νόμο προνοώντας, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση, που εκδοθεί διάταγμα διατροφής εναντίον ενός γονέα, ο οποίος λαμβάνει 13ο ή 14ο μισθό ή στην περίπτωση, που το Δικαστήριο το κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής ενδέχεται να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη καταβολή (13η ή/και 14η, αντίστοιχα), ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει. Από το 2008 υπάρχει δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων αποκοπής απολαβών σύμφωνα με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 6, αλλά και δυνατότητα μηνιαίας ανάληψης από τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρεί ο υπόχρεος σε διατροφή. Περαιτέρω, το επιδικασθέν ύψος της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά 10% κάθε 2 χρόνια με προσυπογραφή του αρμόδιου Πρωτοκολλητή. Εάν, ωστόσο, από την έκδοση του διατάγματος μεταβληθούν είτε οι οικονομικές συνθήκες του υπόχρεου γονέα είτε οι ανάγκες του παιδιού, ο υπόχρεος γονέας μπορεί να καταχωρήσει σχετική αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο και το τελευταίο μπορεί να διατάξει να περιοριστεί το επιδικασθέν ύψος διατροφής ή να τερματιστεί η σχετική υποχρέωση ή ακόμη και ότι δεν θα ισχύει η αυτόματη αύξηση. Αν καταχωρηθεί τέτοια αίτηση, η υποχρέωση καταβολής οιουδήποτε ποσού αύξησης αναστέλλεται, ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει το διάταγμά του εντός 3 μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

Είναι η αυτόματη αύξηση του 10% επί του επιδικασθέντος ύψους διατροφής (αντι)συνταγματική;

Στο πλαίσιο μίας υπόθεσης, στην οποία ο υπόχρεος γονέας αιτήθηκε την μείωση του επιδικασθέντος ποσού διατροφής και με δήλωσή του την παύση ισχύος της αυτόματης αύξησης, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, απέστειλε το εξής νομικό ερώτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 144(1) του Συντάγματος: αντίκειται η αυτόματη αύξηση του 10%, που εισήγαγε ο νομοθέτης με την τροποποίηση του εν λόγω νόμου το 2008, στο άρθρο 30(2) του Συντάγματος, βάσει του οποίου «έκαστος, κατά τη διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε εναντίον του ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρέαστης, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου»;

Το ερώτημα απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας η επίμαχη νομοθετική διάταξη δεν είναι αντισυνταγματική. Ειδικότερα, από την απλή αντιπαραβολή των δύο διατάξεων, προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο, ότι η αυτόματη αύξηση του 10% δεν αποστερεί ούτε τη διάγνωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του υπόχρεου σε διατροφή γονέα, ούτε και το δικαίωμα ανεπηρέαστης, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου. Ούτε δύναται να θεωρηθεί το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο ως μη ανεξάρτητο, αμερόληπτο ή αρμόδιο. Περαιτέρω, ούτε θέμα διάκρισης των εξουσιών τίθεται δια της επέμβασης του νομοθετικού σώματος στην αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας. Το Δικαστήριο θεωρείται εγγενώς, ότι ενεργεί ως αμερόληπτο και ανεξάρτητο, διότι βάσει του Συντάγματος, αλλά και αυτής καθεαυτής της δομής του, η διάκριση των εξουσιών αποτελεί το θεμέλιο λίθο της λειτουργίας του. Το 2008 ο νομοθέτης προσπάθησε δια της εισαγωγής της επίμαχης διάταξης να αποφύγει την καταχώρηση αχρείαστων αιτήσεων εκ μέρους ατόμων, που δικαιούνται διατροφή, κυρίως, προς όφελος των ανήλικων τέκνων, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Η αυτόματη αύξηση του 10% υπεισέρχεται στην εικόνα, μόνον, εφόσον έχει εκδοθεί προηγουμένως διάταγμα διατροφής, ενώ με την καταχώρηση της σχετικής αίτησης και δεδομένου, ότι μεταβλήθηκαν οι συνθήκες έκδοσης του ρηθέντος διατάγματος, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει το διάταγμα διατροφής ή να την τερματίσει. Συνάγεται, επομένως, ότι εφόσον καταχωρηθεί σχετική αίτηση από τον υπόχρεο γονέα, το διάταγμα διατροφής μπορεί ανά πάσα στιγμή να τύχει επανεξέτασης, ενώ και η αυτόματη αύξηση του 10% μπορεί είτε να διαφοροποιηθεί εξ' ολοκλήρου είτε να περιοριστεί το ύψος της. Η επίμαχη διάταξη μεταθέτει απλώς το βάρος στον υπόχρεο γονέα να αποτείνεται εκείνος στο Δικαστήριο και αυτή η μετάθεση βάρους δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε οιονδήποτε νόμο.

Στον αντίποδα, 4 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν την άποψη, ότι η αυτόματη αύξηση του 10% αντίκειται στο άρθρο 30(2) του Συντάγματος, διότι δεν την επιβάλλει το εκδικάζον Δικαστήριο, αλλά η Βουλή των Αντιπροσώπων. Μεταβάλλεται δηλαδή η δικαστική κρίση στην απουσία του υπόχρεου γονέα και χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να λάβει γνώση επί της εν λόγω επέμβασης στην ήδη εκδοθείσα δικαστική απόφαση, ώστε να προβεί στα πρέποντα νομικά διαβήματα για την προάσπιση των συμφερόντων του. Αυτή η ευθεία παρέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στη δικαστική απόφαση, παραβιάζει, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας, τη διάκριση των εξουσιών. Περαιτέρω, ο προκαθορισμός δια νόμου δικαιωμάτων, χωρίς τη δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου και στην απουσία προηγούμενης άσκησης δικαστικής κρίσης, προσβάλλει ευθέως την αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής. Ως εκ τούτου, η μειοψηφία έκρινε, ότι η ρηθείσα αυτόματη αύξηση και, μάλιστα, κατά συγκεκριμένο ποσοστό και ασχέτως μεταβολής οιωνδήποτε συνθηκών, συνιστά παραβίαση του άρθρου 30(2) του Συντάγματος, αλλά και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.