Παραθέτουμε πιο κάτω σύνοψη της Απόφασης της πλειοψηφίας των μελών της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση της Δημοκρατίας κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε αρχικώς κρίνει αντισυνταγματικές τις τροποποιητικές νομοθεσίες που αφορούσαν τη μείωση μισθών, συντάξεων, προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων (στο εξής «μισθολογικά δικαιώματα») ως αντιβαίνουσες το άρθρο 23 του Συντάγματος.

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις κυριότερες πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος για πιο ευχερή κατανόηση του σκεπτικού του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

  1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ' άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχει, απολαύει ή διαθέτει οιανδήποτε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία και δικαιούται να απαιτεί το σεβασμό του δικαιώματος αυτού.
  2. Στέρηση ή περιορισμός οιουδήποτε τέτοιου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθεί ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.
  3. Η άσκησις του δικαιώματος αυτού δύναται να υποβληθεί δια νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημόσιων ηθών ή της πολεοδομίας ή της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.

Το Ανώτατο έκρινε ότι πρωταρχικής σημασίας ήταν να κριθεί το ουσιώδες του περιορισμού με αναφορά στο άρθρο 23(1) του Συντάγματος, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο που έδωσε βαρύτητα στο επιτρεπτό του περιορισμού με αναφορά στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος θεωρώντας τον περιορισμό του ιδιοκτησιακού δικαιώματος (δηλαδή του δικαιώματος στις μισθολογικές αποδοχές) δεδομένο. Με άλλα λόγια, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε πρώτα να εξεταστεί κατά πόσο η μείωση των μισθολογικών δικαιωμάτων καθ' αυτή συνιστούσε περιορισμό στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Εξ αρχής αναγνωρίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ο μισθός αποτελεί ιδιοκτησιακό δικαίωμα που τυγχάνει σεβασμού από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Εντούτοις, επαναλήφθηκε - με αναφορά σε καθιερωμένη νομολογιακή αρχή – ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται στο ύψος του μισθού και, κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση του, σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία, νοουμένου ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του μισθωτού. Όπως εξήγησε περαιτέρω το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση δεν θίχθηκε ο πυρήνας του δικαιώματος, δηλαδή δεν στερήθηκε ο εργαζόμενος, προσωρινά ή στο διηνεκές, το δικαίωμα να λάβει το σύνολο των μισθολογικών του δικαιωμάτων. Συνεπώς, ως αρχή, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που θεμελιώνεται στο άρθρο 23.1. του Συντάγματος δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών.

Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, αξιολογώντας και υπάγοντας το ζήτημα έξω από τις πρόνοιες του άρθρου 23 και εντός του πλαισίου των γενικότερων εγγενών συνταγματικών αρχών και των αρχών του κράτους δικαίου, διευκρίνισε ότι η πιο πάνω αρχή - ότι δηλαδή το δικαίωμα ιδιοκτησίας που θεμελιώνεται στο άρθρο 23.1. του Συντάγματος δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών – ισχύει και εφαρμόζεται, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης (περίπτωση που, σημειωτέον, δεν τέθηκε από τους προσφεύγοντες και συνεπώς δεν εξετάστηκε δικαστικώς). Συνακόλουθα, το Ανώτατο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις δεδομένες συνθήκες ακραίας οικονομικής κρίσης και εξισορροπώντας τα συγκρουόμενα θεμιτά συμφέροντα, αποφάνθηκε κατά την αξιολόγηση της συνταγματικότητας των νομοθεσιών, ότι ο μερικός περιορισμός των μισθολογικών δικαιωμάτων δεν πλήττει την αρχή της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στο Κράτος και, επιπροσθέτως, έκρινε ότι οι νομοθεσίες ήταν αποτέλεσμα ορθής ισοζυγισμένης κρίσης από τα κρατικά όργανα τα οποία δεν υπερέβησαν τα όρια της χρηστής διακυβέρνησης.

Προς κατάληξη στα πιο πάνω συμπεράσματα, το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις πιο κάτω περιστάσεις:

  1. Το μέγεθος του κρατικού μισθολογίου του οποίο χαρακτήρισε ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των δημόσιων οικονομικών. Οι δαπάνες προσωπικού είναι οι μεγαλύτερες του δημόσιου τομέα και υπερβαίνουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
  2. Τους κινδύνους κατάρρευσης της οικονομίας και του χρηματοοικονομικού συστήματος με συνακόλουθο ενδεχόμενο τον κλονισμό των θεμελίων του κοινωνικού ιστού.
  3. Το κλιμακωτό της μείωσης των μισθολογικών δικαιωμάτων, ώστε η επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τα ισοδήματα και μηδενική έως χαμηλή στα χαμηλά εισοδήματα.
  4. Το έκτακτο των μέτρων.
  5. Το γεγονός ότι οι αποκοπές βαίνουν μειούμενες και εν τέλει τερματίζονται.
  6. Τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της Απόφασης στον πιο κάτω σύνδεσμο.

Download PDF

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.